τελάρχης

τελάρχης
τελάρχης
commander of a
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τελάρχης — και τελεάρχης, ὁ, Α διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τελάρχην — τελάρχης commander of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελεάρχης — ὁ, Α βλ. τελάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”